- αμυδρώ
- ἀμυδρῶ (-όω) (Α) [ἀμυδρός]1. κάνω κάτι αμυδρό, ασθενές ή ασαφές2. μέσ. γίνομαι αμυδρός, αδύναμος, εξασθενώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμυδρῷ — ἀμυδρός dim masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυδρός — ή, ό (Α ἀμυδρός, ά, όν) 1. (για οπτικές εντυπώσεις) ασαφής στην όραση, δυσδιάκριτος, σκοτεινός 2. (για εντυπώσεις) μη εναργής, ασαφής, συγκεχυμένος 3. αδύναμος, άτονος, ανεπαίσθητος αρχ. ατελής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται … Dictionary of Greek
αμύδρωσις — ἀμύδρωσις, έως, η (Α) [ἀμυδρῶ] εξασθένηση, αμαύρωση … Dictionary of Greek